Επιστολή αναφορικά με την ΚΥΑ περί Μητρώου Εργαζομένων

Πρόσφατα το Σωματείο Βάσης Εργαζομένων στο Χώρο της Ψυχικής Υγείας και της Κοινωνικής Πρόνοιας έστειλε επιστολή σε αρμόδιους φορείς αναφορικά με τις σοβαρές ανησυχίες για την Υπουργική Απόφαση με αριθμό οικ.10616/2020 (ΦΕΚ Β’ 38209-9-2020) “Καθορισμός λειτουργίας του «Μητρώου Ελληνικών και Ξένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ)» και του «Μητρώου Μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ)», που δραστηριοποιούνται σε θέματα διεθνούς προστασίας, μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης εντός της Ελληνικής Επικράτειας”, και ιδίως για τα άρθρα 10, 11, 12 και 14 αυτού.

Η επιστολή στάλθηκε : στην Ειδική Γραμματεία Συντονισμού Εμπλεκόμενων Φορέων, στην  Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας,  στο Συνήγορο του Πολίτη, στο Γραφείο Πρωθυπουργού Ελληνικής Δημοκρατίας και στον  Υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου.

Ακολουθεί το κείμενο:

Το σωματείο βάσης εργαζομένων στον χώρο της ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας ιδρύθηκε το 2016 ενώ εδρεύει και δραστηριοποιείται στην Θεσσαλονίκη.

Στο σωματείο μας εντάσσονται εργαζόμενοι/ες στο χώρο της ψυχικής υγείας, της απεξάρτησης, της ειδικής αγωγής και της κοινωνικής πρόνοιας, οι οποίοι/ες δουλεύουν σε χώρους όπως: ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής, αποκατάστασης (λογοθεραπευτήρια/ψυχολογικά κέντρα), σε ειδικά σχολεία- ΚΕΔΔΥ, ΜΚΟ, σε δομές απεξάρτησης, σε ψυχιατρικές κλινικές, σε κέντρα ημέρας, σε κέντρα ψυχικής υγείας, σε νοσοκομεία, ιατροπαιδαγωγικά κέντρα (δημόσια ή ιδιωτικά).

Με το παρόν έγγραφο θέλουμε να εγείρουμε τους, αφενός νομικούς και αφετέρου κοινωνικούς/ηθικούς προβληματισμούς μας για μία σειρά ζητημάτων αρμοδιότητας σας που ανακύπτουν αναφορικά με την εγγραφή των εργαζομένων, μελών, συνεργατών και εθελοντών στο «Μητρώο Μελών ΜΚΟ», και ιδίως για τα κάτωθι δύο αναφερόμενα άρθρα του νόμου:

Άρθρο 10

  «Μητρώο Μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.)»

 Οι φορείς που έχουν εγγραφεί και πιστοποιηθεί στο «Μητρώο Ελληνικών και Ξένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.)» κατά τα οριζόμενα στην παρούσα, υποχρεούνται να εγγράψουν στο «Μητρώο Μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.)» που συστάθηκε και λειτουργεί στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, τα φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι μέλη, υπάλληλοι ή συνεργάτες τους επ` αμοιβή ή σε εθελοντική βάση και ασκούν δραστηριότητά επ` ονόματί τους, ενεργά, σε θέματα διεθνούς προστασίας, μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης εντός της Ελληνικής Επικράτειας. […]»

 Άρθρο 11

 “Προϋποθέσεις και δικαιολογητικά εγγραφής στο «Μητρώο Μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.)

  1. Για την εγγραφή στο «Μητρώο Μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.)» των φυσικών προσώπων του άρθρου 10, αυτά υποχρεούνται να πληρούν τις κάτωθι προϋποθέσεις:

 α. να μην έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα (εξαιρουμένων αυτών του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, της διατάραξη κοινής ησυχίας, της επαιτείας και οτιδήποτε δεν υποδεικνύει ιδιαίτερης βαρύτητας παραβατική συμπεριφορά), και ιδίως για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, δωροδοκία, απάτη, τρομοκρατικά εγκλήματα ή εγκλήματα συνδεόμενα με τρομοκρατικές δραστηριότητες, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και παιδική εργασία και άλλες μορφές εμπορίας ανθρώπων, διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, παιδεραστία, σεξουαλική κακοποίηση, για εγκλήματα διακινδύνευσης της ζωής, εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας, εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας, εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών,

  β. να υποβάλλουν υποχρεωτικά τα κάτωθι στοιχεία:

 αα. Στοιχεία ταυτότητας ή διαβατηρίου, ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, ΔΟΥ,

 ββ. Επαγγελματική δραστηριότητα, έδρα,

 γγ. Διεύθυνση μόνιμης κατοικίας στην Ελλάδα,

 δδ. Τηλ. επικοινωνίας,

 εε. Διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (E-mail).

  2.Τα απαραίτητα προσκομιζόμενα δικαιολογητικά είναι τα εξής:

α. αντίγραφο ταυτότητας ή διαβατηρίου, β. αντίγραφο ποινικού μητρώου (που να έχει εκδοθεί έως τρεις μήνες πριν την υποβολή του), γ. υπεύθυνη δήλωση του φυσικού προσώπου ότι δεν έχει καταδικαστεί με τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα (εξαιρουμένων αυτών του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, της διατάραξης κοινής ησυχίας, της επαιτείας και οτιδήποτε δεν υποδεικνύει ιδιαίτερης βαρύτητας παραβατική συμπεριφορά) και ιδίως για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, δωροδοκία, απάτη, τρομοκρατικά εγκλήματα ή εγκλήματα συνδεόμενα με τρομοκρατικές δραστηριότητες, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και παιδική εργασία και άλλες μορφές εμπορίας ανθρώπων, διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, παιδεραστία, σεξουαλική κακοποίηση, για εγκλήματα διακινδύνευσης της ζωής, εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας, εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας, εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών, δ) βιογραφικό,

ε) σύμβαση εργασίας ή συμφωνητικό παροχής υπηρεσιών εθελοντικής εργασίας.”

 Πρώτα από όλα, οφείλουμε να εγείρουμε τον προβληματισμό μας για την ασάφεια του νόμου στο άρθρο το οποίο περιγράφει τα αδικήματα εκείνα τα οποία αποτελούν εμπόδιο στην εγγραφή κάποιου εργαζομένου στο Μητρώο:

«να μην έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα (εξαιρουμένων αυτών του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, της διατάραξη κοινής ησυχίας, της επαιτείας και οτιδήποτε δεν υποδεικνύει ιδιαίτερης βαρύτητας παραβατική συμπεριφορά), και ιδίως για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, δωροδοκία, απάτη, τρομοκρατικά εγκλήματα ή εγκλήματα συνδεόμενα με τρομοκρατικές δραστηριότητες, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και παιδική εργασία και άλλες μορφές εμπορίας ανθρώπων, διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, παιδεραστία, σεξουαλική κακοποίηση, για εγκλήματα διακινδύνευσης της ζωής, εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας, εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας, εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών».

Η διατύπωση «να μην έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα» ακολουθείται από μία ασαφή διατύπωση που εξαιρεί κάποια αδικήματα χωρίς να περιγράφει ποια είναι αυτά: «εξαιρουμένων αυτών του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, της διατάραξη κοινής ησυχίας, της επαιτείας και οτιδήποτε δεν υποδεικνύει ιδιαίτερης βαρύτητας παραβατική συμπεριφορά». Πουθενά στον νόμο δεν αναφέρεται ρητά ποια αδικήματα «δεν υποδεικνύουν ιδιαίτερης βαρύτητας παραβατική συμπεριφορά» σύμφωνα με το νομοθέτη. Επιπλέον η επαιτεία, που κατά την παραπάνω διατύπωση εξαιρείται, ήδη 2 χρόνια πριν εκδοθεί η συγκεκριμένη Υπουργική Απόφαση είχε παύσει να αποτελεί ποινικό αδίκημα, αφού το πταίσμα αυτό είχε ήδη καταργηθεί με το άρθρο 23 του Ν.4571/2018, ενώ και με το Νέο Ποινικό Κώδικα (Ν.4619/2019) τα πταίσματα καταργούνται σύμφωνα με το άρθρο 468. Και αυτές οι ήδη ασαφείς διατυπώσεις, ακολουθούνται από μία διατύπωση αντικρουόμενη με αυτές «και ιδίως για…» η οποία εξειδικεύει τα αδικήματα εκείνα που αξιολογούνται από το νομοθέτη ως αυξημένης ποινικής απαξίας.

Συνολικά η διατύπωση του άρθρου 11, παράγραφος 1α, η οποία περιλαμβάνει 3 αντικρουόμενα ή/και ασαφή σημεία, καθιστά την ερμηνεία της συγκεκριμένης Υπουργικής Απόφασης αδύνατη. Θέτουμε λοιπόν, ως σωματείο που εκπροσωπεί τους εργαζομένους στον συγκεκριμένο κλάδο που ήδη καλούνται από τους εργοδότες τους να προσκομίσουν τα ποινικά τους μητρώα, ρητή ερώτηση ως προς την ερμηνεία της διάταξης αυτής.

Από την διατύπωση της η διάταξη αυτή θα μπορούσε να έχει δύο ερμηνείες. Αφενός, ότι πρέπει να μην έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα για κανένα αδίκημα «εξαιρουμένων αυτών του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, της διατάραξη κοινής ησυχίας, της επαιτείας και οτιδήποτε δεν υποδεικνύει ιδιαίτερης βαρύτητας παραβατική συμπεριφορά». Και πάλι εδώ παραμένει τελείως αόριστο το ποια είναι εκείνα τα αδικήματα που ορίζονται ως αδικήματα που δεν υποδεικνύουν «ιδιαίτερης βαρύτητας παραβατική συμπεριφορά», από το νομοθέτη. Αφετέρου, ότι πρέπει να μην έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα από αυτά που περιγράφονται στο τέλος του άρθρου 11, παράγραφος 1α, ήτοι: «συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, δωροδοκία, απάτη, τρομοκρατικά εγκλήματα ή εγκλήματα συνδεόμενα με τρομοκρατικές δραστηριότητες, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και παιδική εργασία και άλλες μορφές εμπορίας ανθρώπων, διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, παιδεραστία, σεξουαλική κακοποίηση, για εγκλήματα διακινδύνευσης της ζωής, εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας, εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας, εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών». Σε κάποιες περιπτώσεις είναι ρητό σε ποια αδικήματα αναφέρεται (αναφέρονται ρητά τα αδικήματα για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, δωροδοκία, απάτη, κα), αλλά σε άλλες περιπτώσεις αναφέρονται γενικές διατυπώσεις που παραπέμπουν σε ολόκληρα κεφάλαια του Ποινικού Κώδικα της χώρας μας: «εγκλήματα διακινδύνευσης της ζωής, εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας, εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας, εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών».

Είναι εύκολα αντιληπτό από τα παραπάνω ότι η διατύπωση του νόμου εγείρει ρητά αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του αλλά και την υλοποίηση αυτού. Συγκεκριμένα ερωτούμε: Με βάση ποιον νόμο, η ορισθείσα από τη συγκεκριμένη Υπουργική Απόφαση  (άρθρο 12, παράγραφος 2), αρμόδια υπηρεσία θα κληθεί να αποφασίσει ποιοι εργαζόμενοι θα εγγραφούν στο μητρώο και ποιοι θα απορριφθούν, όταν ο εν λόγω νόμος δεν ορίζει πουθενά τα αδικήματα με βάση τα οποία η επιτροπή καλείται να λάβει την εν λόγω απόφαση;

Σε μία ευνομούμενη πολιτεία, το λογικό θα ήταν οι αντίστοιχες κρατικές επιτροπές να αποφασίζουν βάσει του νόμου – και όχι βάσει της προσωπικής αξιολόγησης των μελών τους επί ασαφών νόμων. Περαιτέρω ανησυχίες σχετικά με τη διαφάνεια της διαδικασίας εγείρονται από το γεγονός ότι το άρθρο 12 παράγραφος 2 δεν λέει ποια θα είναι η “αρμόδια υπηρεσία” που θα εισηγείται στον Ειδικό Γραμματέα Συντονισμού Εμπλεκόμενων Φορέων, ο οποίος θα αποφασίζει, ούτε αν η υπηρεσία αυτή θα είναι μονοπρόσωπο ή πολυπρόσωπο όργανο, ούτε αν θα συνεδριάζει με τήρηση πρακτικών που θα δημοσιεύονται ή όχι.

Επιπροσθέτως, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε την παρακάτω παραδοξότητα: για κανέναν άλλο εργαζόμενο στην Ελλάδα, ούτε καν στον Δημόσιο Τομέα, και ειδικά ούτε καν στα πιο ευαίσθητα κομμάτια αυτού, όπως είναι η Παιδεία, δεν ορίζονται ανάλογοι περιορισμοί για την εργασία. Στις περιπτώσεις αυτές ορίζονται συγκεκριμένα αδικήματα που ένας εργαζόμενος δεν μπορεί να έχει διαπράξει, και η λίστα αδικημάτων είναι λιτή και συγκεκριμένη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.1 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007):

“1.     Δεν διορίζονται υπάλληλοι:

α) Οσοι καταδικάσθηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή και στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, καταπίεση, απιστία περί την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, καθ` υποτροπή συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

β) Οι υπόδικοι που έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα για κακούργημα ή για πλημμέλημα της περίπτωσης α`, έστω και αν το αδίκημα έχει παραγραφεί.”

Πραγματικά απορούμε πώς είναι δυνατόν κάποιος να μπορεί να εργαστεί στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, για παράδειγμα, ή σε μία Αναπτυξιακή Εταιρία που υλοποιεί κρατικά χρηματοδοτούμενα έργα εκατομμυρίων ευρώ, αλλά την ίδια στιγμή δε θα μπορεί να εργαστεί σε μία ΜΚΟ και να μοιράζει ρούχα σε έναν καταυλισμό.

Επιπλέον, σε συνθήκες συνταγματικού κράτους δικαίου, η εμπλοκή οποιουδήποτε σε παράνομες πράξεις απαιτείται να αποδεικνύεται με δικαστικές αποφάσεις και όχι με τελείως αμφίβολα “έγγραφα αρμόδιας δημόσιας αρχής”, όπως δέχεται το άρθρο 14 παρ.1 ββ της συγκεκριμένης Υπουργικής Απόφασης.

Προχωρώντας πέρα από τις εμφανείς ασάφειες του νόμου και τις νομικές προεκτάσεις των ασαφειών αυτών, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε και τους προβληματισμούς μας περί του πνεύματος του εν λόγω νόμου.

Αντιλαμβανόμαστε, φυσικά, ότι η εργασία την οποία επιτελούν οι εργαζόμενοι/ες στο αντικείμενο μας, είναι εξαιρετικά ευαίσθητης φύσης. Και ότι μία διαδικασία που θα διασφαλίζει ότι άτομα που έχουν καταδικαστεί για αδικήματα σχετιζόμενα με την παιδική κακοποίηση, την σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση, την ρατσιστική βία, την σωματεμπορία, την εμπορία ουσιών κλπ δεν θα ήταν λογικό να εργάζονται σε κλάδους παιδικής προστασίας, εν γένει προστασίας ευάλωτων κοινωνικό-οικονομικά ομάδων, απεξάρτησης, ένταξης κτλ. Όμως στο εν λόγω νομοθέτημα, το εύρος των αδικημάτων που καθιστούν κάποιον ‘’ακατάλληλο’’ για εργασία στον τομέα των ΜΚΟ ξεφεύγει κατά πολύ από ένα λογικό και αναμενόμενο πλαίσιο που θα αποσκοπούσε όντως στην προστασία των ωφελούμενων. Πέραν λοιπόν από την ασάφεια του παρόντος νόμου, εγείρουμε προβληματισμούς και επί του πνεύματος αυτού, μιας και διαφαίνεται ότι το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου επιχειρεί εδώ να αποτρέψει την δυνατότητα εργασίας όχι μόνο σε όσους έχουν διαπράξει υψηλής ποινικής και κοινωνικής απαξίας εγκλήματα, όπως αυτά που αναφέραμε παραπάνω, αλλά για σχεδόν όλα τα αδικήματα του ποινικού κώδικα, ακόμα και πλημμεληματικού χαρακτήρα.

Όπως είναι προφανές, κάτι τέτοιο θα έχει καταστροφικές συνέπειές για όλους και όλες τους αποφυλακισμένους/ες, απεξαρτημένους/ες και άλλες κοινωνικά ευάλωτες ομάδες που κάποια στιγμή στο παρελθόν είχαν αναγκαστεί να καταφύγουν στη μικρό-παραβατικότητα. Ομάδες που, όπως είναι γνωστό, συχνά βρίσκουν δουλειά σε οργανώσεις τέτοιου τύπου ακριβώς γιατί πολλές φορές αυτό τους βοηθάει στην επανένταξή τους και με την σειρά τους, πλέον, οι άνθρωποι αυτοί βοηθάνε επόμενους να απεξαρτηθούν και επανενταχθούν. Επίσης αποκλείει και όλους τους πρόσφυγες και μετανάστες/τριες, που επίσης πολύ συχνά εργάζονται σε ανάλογες οργανώσεις, συνήθως ως διερμηνείς, που μπορεί να είχαν καταδικαστεί κάποια στιγμή για οποιαδήποτε μικρο-παραβατική συμπεριφορά.

Ιδίως εδώ υπογραμμίζουμε το γεγονός ότι τα ανάλογα αδικήματα, χαμηλής ποινικής απαξίας και ρητά σχετιζόμενα με την μικρο-παραβατικότητα που προκύπτει από την κοινωνική και οικονομική περιθωριοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, των ίδιων αυτών ομάδων που εμείς καλούμαστε καθημερινά μέσω της δουλειάς μας να υποστηρίξουμε προκειμένου να επανενταχθούν, περιλαμβάνονται μέσα στα ασαφώς οριζόμενα κεφάλαια του ποινικού κώδικα, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1α. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνονται και αδικήματα πολύ μικρής ποινικής και κοινωνικής απαξίας, πλημμεληματικού χαρακτήρα και απολύτως άσχετα με το αντικείμενο της δουλειάς μας. Ενδεικτικά: Συμπλοκή, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Απειλή, Διατάραξη οικιακής ειρήνης, Κλοπή, Αυθαίρετη χρήση μεταφορικού μέσου, Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας, Φθορά ξένης ιδιοκτησίας, κα.

Είναι αυτονόητο, ότι άτομα που κρατούνταν σε σωφρονιστικά Ιδρύματα της χώρας και έχουν πλέον αποφυλακιστεί, άτομα που κατάφεραν να απεξαρτηθούν από παράνομες ουσίες, άτομα που ζούσαν για χρόνια κάτω από τα όρια της φτώχιας, σε συνθήκες αστεγότητας ή εξαθλίωσης κα. και προσπαθούν να ενταχθούν εκ νέου στην κοινωνία, απαραίτητη προϋπόθεση για το οποίο είναι φυσικά η εύρεση εργασίας, θα έχουν διαπράξει αδικήματα όπως η «Κλοπή» ή η «Αυθαίρετη χρήση μεταφορικού μέσου». Τα άτομα αυτά λοιπόν, χρόνια μετά από τις πράξεις εκείνες, δεν θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν εργασία και να ενταχθούν; Με ποιον τρόπο αναμένεται να συνεχίζουμε να εργαζόμαστε για την υποστήριξη των ομάδων αυτών, όταν την ίδια στιγμή ακόμα και οι ΜΚΟ, που σαφώς αποτελούν ούτως ή άλλως από τους ελάχιστους εργοδότες που θα πρόσφεραν εργασία σε τέτοια άτομα, τώρα δε θα επιτρέπεται να το κάνουν;

Πέραν όμως του κοινωνικού αποκλεισμού και στιγματισμού που απορρέει από τα παραπάνω, εγείρεται ταυτόχρονα και ένα ζήτημα περιορισμού της συνδικαλιστικής δράσης και της κοινωνικοπολιτικής έκφρασης. Και αυτό γιατί, η δραστηριοποίηση γύρω από κοινωνικά κινήματα -συνδικαλιστικά, ταξικά, περιβαλλοντικά, αντιρατσιστικά, αντιφασιστικά, αντικατασταλτικά κ.α.- ενέχει προφανώς και την πιθανότητα σύλληψης κατά την διάρκεια πορειών και συλλαλητηρίων (όπως π.χ. στις γενικές απεργίες κατά την ψήφιση εργασιακών νομοσχεδίων, σε αγωνιστικές επετείους όπως η πρωτομαγιά και η 17η Νοέμβρη, σε αντιφασιστικά συλλαλητήρια όπως οι συγκεντρώσεις κατά την διάρκεια της δίκης της Χρυσής Αυγής κ.α). Όσοι και όσες έχουν συμμετάσχει έστω και μία φορά στην ζωή τους σε κάτι αντίστοιχο, γνωρίζουν, ότι δεν είναι καθόλου απίθανο σε περίπτωση επεισοδίων, κατά τη διάρκεια μία από τις γνωστές σε όλους τυχαίες συλλήψεις διαδηλωτών μέσα στο πλήθος, οποιοσδήποτε διαδηλωτής να βρεθεί συλληφθέντας. Όπως επίσης, δεν είναι καθόλου απίθανο, εν τέλει να καταδικαστεί. Τα αδικήματα σε τέτοιες περιπτώσεις  έχουν συνήθως να κάνουν με την διατάραξη κοινής ειρήνης, την αντίσταση κατά της αρχής, την απείθεια, την ρύπανση, κ.α..

Περαιτέρω τονίζουμε ότι μας ανησυχεί εξαιρετικά πολύ το για ποιον λόγο όλα αυτά τα αδικήματα που αποτελούν τόσο συχνά αποδοθέντα σε διαδηλωτές αδικήματα, όπως η «Φθορά», αλλά ακόμα και η «Διατάραξη Οικιακής Ειρήνης» (!) συμπεριλήφθηκαν στο νόμο. Αυτό το γεγονός, εν συναρτήσει με το γεγονός ότι τα μέλη της αρμόδιας υπηρεσίας που θα εισηγείται δεν είναι ανακοινωμένα και τα πρακτικά της επιτροπής δε θα δημοσιεύονται, μας κάνει εκ των προτέρων καχύποπτους σχετικά με τα κριτήρια με τα οποία η εν λόγω υπηρεσία θα εισηγείται και ο Ειδικος Γρμματέας θα αποφασίζει  για το ποιοι εργαζόμενοι θα εντάσσονται στο Μητρώο και ποιοι όχι, ιδίως μιας και ο νόμος στην πραγματικότητα δεν ορίζει καμία ρητή λίστα αδικημάτων και αφήνει στην απόλυτη αρμοδιότητα τους, εν (νομικώ) κενώ, την κρίση. Και συνεχίζουμε να ερωτούμε: Για ποιο λόγο κρίνει το Υπουργείο ότι κάποιος που έχει καταδικαστεί για μία «κλοπή» ή μία «Διατάραξη της Οικιακής Ειρήνης» δε θα έπρεπε να εργάζεται σε ΜΚΟ; Με ποιον τρόπο αυτό δρα προστατευτικά προς τους ωφελούμενους των υπηρεσιών μας;

Με βάση τα παραπάνω, δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι, αν οποιοσδήποτε και οποιαδήποτε είχε ανάλογες καταδίκες αποκλειόταν από την εργασία, τότε μιλάμε για την έμμεση εισαγωγή ενός ιδιότυπου πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων. Και αυτό γιατί, οι εργαζόμενοι/ες στο αντικείμενο αλλά και όσοι/ες ελπίζουν να βρουν δουλειά σε αυτό, θα πρέπει να απέχουν από οποιαδήποτε συνδικαλιστική ή άλλη κινητοποίηση θα τους εξέθετε σε ανάλογο κίνδυνο. Ενώ όσοι και όσες κάποια στιγμή στο παρελθόν είχαν την ατυχία να βρεθούν με μια τέτοια –καθόλου σπάνια, επαναλαμβάνουμε, για ανθρώπους που συνδικαλίζονται ή ευρύτερα, αγωνίζονται– σχετική καταδίκη, θα απολυθούν.

Ακόμα και τώρα, τη στιγμή της υλοποίησης της συγκεκριμένης Υπουργικής Απόφασης , σας καλούμε να την αποσύρετε και να την αντικαταστήσετε με μία νέα, που ρητά θα ορίζει τα αδικήματα για τα οποία οι εργαζόμενοι δεν θα πρέπει να έχουν καταδικαστεί. Περαιτέρω τονίζουμε ότι τα αδικήματα αυτά θα πρέπει να είναι όντως τα αδικήματα αυξημένης ποινικής και κοινωνικής απαξίας, τα οποία όντως σχετίζονται με τη δυνατότητα επιτέλεσης της εργασίας μας (όπως είναι όντως, για παράδειγμα, τα αδικήματα του Δέκατου Ένατου Κεφαλαίου: Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής).

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.