Με Υπουργική Απόφαση (η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, Τεύχος Β’ 853/12.03.2019), έχουν ήδη ολοκληρωθεί (στις 31/3/2019) οι εξώσεις των προσφύγων που έχουν λάβει θετική απόφαση στο αίτημα ασύλου τους πριν τις 31/6/17 και δρομολογείται η έξωση και όσων έχουν λάβει θετική απόφαση ως 31/12/2019, στις 31/5/2019. Μέχρι τώρα ο κανονισμός λειτουργίας του προγράμματος, όπως αυτός είχε καταρτιστεί από το φορέα υλοποίηση (Ύπατης Αρμοστεία) όριζε ότι οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες οφείλουν αν φύγουν από το σπίτι στο οποίο στεγάζονται και να παύσουν να λαμβάνουν την οικονομική βοήθεια ένα μήνα μετά την ημερομηνία επίδοσης της θετικής απόφασης σχετικά με το αίτημα ασύλου τους. Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε ποτέ ως σήμερα, ακριβώς λόγω της αποδοχής του ότι κανένα απολύτως υποστηρικτικό πλαίσιο δεν υπάρχει από το ελληνικό κράτος για τους ανθρώπους αυτούς, μετά τη φιλοξενία τους στα διαμερίσματα. Σήμερα, λοιπόν, το Υπουργείο εκδίδει την εν λόγω απόφαση με την οποία ορίζει το χρονικό διάστημα στο οποίο κάποιος αναγνωρισμένος πρόσφυγας δικαιούται οικονομική υποστήριξη και παροχή στέγης στους 6 μήνες, τη στιγμή που για τους ανθρώπους αυτούς κανένα διάδοχο πλάνο υποστήριξης δεν υπάρχει. Μάλιστα, ανταμείβει όσους θα εγκαταλείψουν οικειοθελώς τις δομές με τρίμηνη οικονομική βοήθεια, την οποία θα χάσουν, αν αρνηθούν να αποχωρήσουν.
Φυσικά δεν εκπλήσσει το ότι το Υπουργείο μεταχειρίζεται ανθρωπιστική ρητορική για να αιτιολογήσει αυτήν την κίνηση, υποστηρίζοντας ότι έτσι ανοίγουν θέσεις για «πιο ευάλωτους» πληθυσμούς, συμπληρώνοντας πως οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες παρακινούνται με αυτόν τον τρόπο να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία βρίσκοντας δουλειά, σπίτι κλπ. Ακόμα και αν τα παραπάνω μοιάζουν λογικά, όσοι/ες έχουν μέσω της δουλειάς τους επαφή με το συγκεκριμένο πεδίο, γνωρίζουν ότι η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική. Στόχος του υπουργείου είναι η περιστολή των μέχρι τώρα παροχών, μιας που η στρόφιγγα των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων άρχισε σιγά σιγά να κλείνει. Επιχορηγήσεων των οποίων το ελληνικό κράτος ή η Ύπατη Αρμοστεία υπήρξαν διαχειριστές και που τους επέτρεψαν να μισθώνει εργολάβους (βλέπε ΜΚΟ) να τους κάνουν την δουλειά, καλύπτοντας -στον όποιο βαθμό- βασικές ανάγκες (υγεία, στέγαση, εκπαίδευση, νομική υποστήριξη κλπ), πολλές φορές με απαράδεχτες εργασιακές συνθήκες για τους/τις εργαζόμενους/νες σε αυτές. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη το ελληνικό κράτος μπορούσε ήσυχο να αποσυρθεί από τις προνοιακές πολιτικές, την στιγμή που και ως έναν βαθμό διαχειριζόταν τους προσφυγικούς πληθυσμούς και ταυτόχρονα εμφανιζόταν να μοιράζει δουλειές στους ντόπιους.
Ο ευλογοφανής λόγος που επικαλείται το υπουργείο (λίγα τα κουκιά, ας τα πάρουν αυτοί με την μεγαλύτερη ανάγκη), ιδωμένος από άλλη οπτική γωνία, δεν είναι παρά ένας ωμός εκβιασμός που επιχειρεί να παρασύρει τους από τα κάτω (είτε τους πρόσφυγες, είτε εμάς ως εργαζόμενους/νες) στο να αποδεχτούν και να εσωτερικεύσουν μια λογική κανιβαλισμού και εσωτερικής διαχείρισης της φτώχιας. Ξεπερνώντας το γεγονός ότι η περιβόητη «ευαλωτότητα» έχει λειτουργήσει επανειλημμένος σαν μια ρευστή συνθήκη η οποία ορίζεται κάθε φορά με βάση τις εκάστοτε ανάγκες που θα καλεστεί, αυτή η κατηγοριοποίηση, να εξυπηρετήσει, θα επιλέξουμε να σταθούμε στο γεγονός ότι οι προνοιακές παροχές (γενικότερα) δεν είναι ένα πεπερασμένο μέγεθος ώστε να απαιτείτε απλώς σε δεύτερο χρόνο μια κάποια μοιρασιά, αλλά είναι αποτέλεσμα δυναμικών ισορροπιών. Ήταν προϊόντα αγώνων και διεκδικήσεων και η υποβάθμισή τους είναι προϊόν ήττας και οπισθοχώρησης (και αυτό ισχύει για όλες τις παροχές, ανεξαρτήτως του σε ποια «ευάλωτη ομάδα» απευθύνονται: περιορισμένο -οικονομικά και χρονικά- επίδομα ανεργίας γιατί είναι πολύ οι άνεργοι, περιορισμένο το ΚΕΑ γιατί είναι πολλοί οι άποροι κλπ). Δεν είναι έτσι, γενικά, τα κουκιά μετρημένα, αλλά μόνο αυτά που το κράτος θεωρεί ότι μας αναλογούν. Φυσικά μένει το αν εμείς θα αρκεστούμε ή όχι σε αυτά.
Με τα παραπάνω υπόψιν, ως εργαζόμενοι και εργαζόμενες, ως άνθρωποι που ανήκουμε στην τάξη αυτών των οποίων η «ευαλωτότητα» αξιολογείται από το κράτος για να λάβουμε ή όχι τις εκάστοτε παροχές, αρνούμαστε να εγκλωβιστούμε στη λογική του «ποιος χρειάζεται περισσότερο ένα σπίτι» ή να συνηγορήσουμε αδιαμαρτύρητα στην όποια σχετική επιλογή, αλλά ζητάμε αυτό που θεωρούμε ότι μας αναλογεί, δηλαδή: σπίτι για όλους/ες, υγεία για όλους/ες, εκπαίδευση για όλους/ες, για όλους τους πρόσφυγες με άσυλο ή χωρίς, για όλους τους ντόπιους ή μετανάστες κλπ. Στην τελική, είναι πάνω από δεδομένη η ευθύνη της Ε.Ε. που απορρέει από την εδώ και δεκαετίας πολιτική της (η οποία φτάνει μέχρι τις στρατιωτικές επεμβάσεις ή τις ανατροπές καθεστώτων), για τις συνθήκες που καταρχήν ανάγκασαν τους ανθρώπους αυτούς να ξεριζωθούν ψάχνοντας ένα καλύτερο αύριο.
Αξίζει να συμπληρώσουμε ότι τα περί «ομαλής ένταξης» είναι τουλάχιστον κωμικά, μιας και είναι προφανές ότι το διάστημα έξι μηνών το οποίο έχουν στη διάθεσή τους αφού πάρουν άσυλο δεν επαρκεί π.χ. για να μάθουν επαρκώς την γλώσσα και να αποκτήσουν επαρκή εμπειρία της ελληνικής πραγματικότητας ώστε, χωρίς ένα υποστηρικτικό κοινωνικό/οικογενειακό/φιλικό περίγυρο και ταυτόχρονα επιβαρυμένοι με τις όποιες -περισσότερο ή λιγότερο τραγικές και τραυματικές- προσωπικές τους εμπειρίες, να βρουν δουλεία και να ενταχθούν επιτυχώς (ότι και αν σημαίνει αυτό) στην ελληνική κοινωνία. Το λιγότερο που θα περίμενε κάποιος από το Υπουργείο το οποίο επικαλείται κάτι τέτοιο, θα ήταν να είχε διαμορφώσει ένα πλαίσιο που θα επέτρεπε μια τέτοια συνθήκη να γίνει, αν όχι εφικτή, τουλάχιστον έστω πιθανή. Όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε, ούτε τα στοιχειώδη βήματα δεν έχουν γίνει από την ελληνική πολιτεία προς αυτή την κατεύθυνση. Αντί λοιπόν της «παρακίνησης για ένταξη» είναι δεδομένο ότι αυτή η πολιτική θα οδηγήσει σε περιθωριοποίηση και υποβάθμιση των όρων ζωής των συγκεκριμένων ανθρώπων.
Τα πρόσφατα γεγονότα στα Διαβατά και στον σταθμό Λαρίσης έρχονται να μας υπενθυμίσουν την «αόρατη» για πολλούς/ες από μας απελπισία που βιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, για τόσο καιρό, τόσο «δίπλα» μας, αλλά ταυτόχρονα και τόσο «μακριά» μας. Έχοντας την επίγνωση ότι είναι οι ίδιες πολιτικές, αλλά σε διαφορετική ένταση, αυτές που μας καταπιέζουν και ταυτόχρονα, γνωρίζοντας ότι είναι καθαρά θέμα τύχης το ότι εμείς, οι ντόπιοι εργαζόμενοι και εργαζόμενες, δεν βρισκόμαστε στην ίδια θέση -όμως, ποιος ξέρει άραγε το πότε αυτή η τύχη θα εξαντληθεί- δεν μας μένει παρά να ενώσουμε τις φωνές μας με όλες αυτές και αυτούς που ζητάνε τα αυτονόητα.
-ΚΑΝΕΝΑΣ ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΧΩΡΙΣ ΣΠΙΤΙ, ΚΑΝΕΝΑΣ ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ
-ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ
-ΝΑ ΑΠΟΣΥΡΘΕΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΞΩΘΕΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΣΤΕΓΙΑ
-ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΣΤΟΧΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ ΠΟΥ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
-ΝΑ ΠΑΛΕΨΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ/ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
ΑΠΕΡΓΙΑΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ/ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:
16/4, 12.00 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ