Λεξικό

ΛΕΞΙΚΟ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ1 2 3 4 5 6 7 8

Το παρόν εντυπάκι, αποτέλεσε προϊόν συλλογικού ψαξίματος και πολλών συζητήσεων κατά τους τρεις πρώτους μήνες της προσπάθειας συγκρότησης ενός σωματείου βάσης στο χώρο της ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Από τις πρώτες κιόλας κουβέντες μας αντιληφθήκαμε πως είχαμε ένα μεγάλο έλλειμμα στην κατανόηση βασικών όρων, γεγονός που έκανε τις απορίες μας να γιγαντώνονται και το τοπίο σχετικά με τις διεκδικήσεις μας ακόμη πιο θολό. Το “λεξικό” είναι μια πρόχειρη προσπάθεια συλλογής των απαντήσεων που δώσαμε εμείς σε αυτές τις απορίες και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ένας πλήρης “εργασιακός οδηγός”.

ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ
ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΜΑΣ ΚΑΝΟΥΝ ΟΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΤΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ

ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ…

Την περίοδο όπου πάγια εργασιακά μας δικαιώματα εξαφανίζονται, το καθεστώς της επισφαλούς εργασίας έχει γίνει μόνιμη συνθήκη. Πλέον μια θέση στα χαμηλόμισθα και χωρίς εργασιακά δικαιώματα προγράμματα της κοινωφελούς εργασίας ή σε ένα voucher έχει γίνει περιζήτητη από τους χιλιάδες άνεργους συναδέλφους μας. Έτσι χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, τα αφεντικά εκμεταλλεύονται την δυνατότητα που τους δίνεται να προσλαμβάνουν με χαμηλότερους μισθούς όσους είναι κάτω από 25 χρονών θεωρώντας τους ως “νεοεισερχόμενους” στην εργασία και όσους είναι κάτω των 18 ετών με ακόμη πιο εξευτελιστικούς μισθούς, θεωρώντας πως είναι “μαθητευόμενοι”, άρα και ότι η παραγωγική του δύναμη αξίζει λιγότερο .

Με αποκορύφωμα τους μήνες του καλοκαιριού του 2015 -υπό την απειλή της πτώχευσης και της τρομοκρατίας για το τι θα επέλθει από την έξοδο μας από την Ε.Ε.- χιλιάδες από εμάς χάσαμε τη δουλειά μας ή δεχτήκαμε απειλές, ακόμη και για το τι να ψηφίσουμε. Πλέον, όχι μόνο έχουν αυξηθεί οι ομαδικές απολύσεις, αλλά και η ίδια η αποζημίωση της απόλυσης έχει μειωθεί κατά 50%. Την ίδια στιγμή καθώς τα αφεντικά δεν δέχονται ή καταγγέλλουν τις συλλογικές συμβάσεις των σωματείων, πολλοί/ες εργαζόμενοι/ες αναγκάζονται να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις, υπό τον φόβο της απόλυσης.

Οφείλουμε να ξέρουμε όσα δικαιούμαστε και να πολεμήσουμε για να μην μας τα πάρουν.
Οφείλουμε να οργανώσουμε την αντίστασή μας στους χώρους εργασίας μας.
Οφείλουμε να δώσουμε συλλογικές απαντήσεις στους εκβιασμούς των αφεντικών.
Υπεραξία (για να καταλάβουμε κατ’ αρχάς πως η μισθωτή εργασία αποτελεί από μόνη της μία μέθοδο κλοπής):
Ως υπεραξία ορίζεται εκείνο ακριβώς το μέρος της αξίας που δημιουργείται από την εργασία των μισθωτών εργατών, αλλά δεν πληρώνεται από τον καπιταλιστή. Με απλά λόγια, βγαλμένα από τα βιώματά μας μέσα σε λογοθεραπευτήρια, όταν το αφεντικό κοστολογεί και παίρνει από έναν γονιό 30 ή 40 ευρώ την ώρα για κάθε λογοθεραπεία, κέρδος που βγάζει από τις υπηρεσίες που εμείς προσφέρουμε, ενώ σε εμάς δίνει 4 με 5 ευρώ την ώρα, η υπεραξία, το κομμάτι της αξίας που παράγουμε με την εργασία μας και δεν καρπωνόμαστε οι ίδιοι, ανέρχεται στα 25ευρώ.

Η βασική μέθοδος αύξησης της σχετικής υπεραξίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Γιατί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων ή υπηρεσιών στη διάρκεια του ημερήσιου χρόνου εργασίας, επομένως και περισσότερη νέα αξία. Αυτό προφανώς και το γνωρίζουν καλύτερα τα αφεντικά μας τα οποία πολλές φορές, για να κερδίσουν και άλλα μας βάζουν να κάνουμε συνεδρίες με 2 ακόμη και με 3 παιδιά ταυτόχρονα (από τα οποία παίρνουν και πάλι 30-40ευρώ την ώρα, ενώ εμείς συνεχίζουμε να πληρωνόμαστε με 4-5ευρώ). Η υπεραξία που συνεχώς συσσωρεύεται στην τσέπη των αφεντικών, επανεπενδύεται από αυτούς σε νέα μέσα παραγωγής (αυτό αφορά κυρίως τομείς που παράγουν εμπορεύματα), σε νέους χώρους, καταστήματα, υπαλλήλους κλπ.

Ατομική σύμβαση:
Ανάμεσα στα πολλά εκβιαστικά μέτρα που έχει επιβάλλει το μνημόνιο είναι και η νομιμοποίηση της σύναψης ατομικών συμβάσεων. Αυτές οι «ατομικές συμφωνίες», που επιβάλλονται από τον εργοδότη, έχουν εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα για εμάς, αφού ουσιαστικά μετατρέπουν τη μόνιμη, αορίστου χρόνου απασχόληση σε μερική ή σε «εκ περιτροπής» εργασία και οδηγούν στην απώλεια κατοχυρωμένων εργασιακών, ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε πριν υπογράψουμε μια τέτοια σύμβαση, όσο εκβιαστικά και αν μπαίνει η απειλή της απόλυσης και η ανεργία, πως αν δεχτούμε τις ατομικές συμβάσεις, δεχόμαστε την περικοπή στους μισθούς, στα δώρα και στα επιδόματα, δεχόμαστε την μείωση στην αποζημίωση απόλυσης, την μη πληρωμή των υπερωριών μας και την καταστρατήγηση των συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων. Χάνουμε εν τέλει, την μόνη διεκδικητική δύναμη που έχουν οι εργαζόμενοι, τη συλλογική.

Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υπογράψουμε νέα ατομική σύμβαση εργασίας με δυσμενέστερους όρους από την προηγούμενη. Αντίθετα μπορούμε να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε με την συλλογική σύμβαση που έχουμε και αν δεν μας δίνεται ο πρότερος μισθός τότε ζητάμε μισθούς υπερημερίας (ό, τι θα παίρναμε αν δουλεύαμε κανονικά). Αν θεωρήσουμε πως η απαίτηση για υπογραφή ατομικής σύμβασης θα μπορούσε να είναι κάτι παρόμοιο με μια καταγγελία απόλυσης μπορούμε να καταγγείλουμε το αφεντικό στην επιθεώρηση εργασίας.

Συλλογικές Συμβάσεις:
Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (σσε) συμφωνούνται εγγράφως μεταξύ, των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών ή μεταξύ συνδικαλιστικής οργάνωσης εργαζομένων και εργοδότη. Ορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, τα θέματα σχετικά με τις διαδικασίες και τους όρους συλλογικής διαπραγμάτευσης, μεσολάβησης και διαιτησίας, τα ζητήματα σχετικά με την άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος στην επιχείρηση, την κοινωνική ασφάλιση, εκτός από συνταξιοδοτικά και ζητήματα ερμηνείας των κανονιστικών όρων της σ.σ.ε.

Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διακρίνονται σε:
Εθνικές Γενικές (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) που αφορούν τους εργαζόμενους όλης της χώρας, σε κλαδικές που αφορούν τους εργαζόμενους ομοειδών ή συναφών επιχειρήσεων, εθνικές ομοιοεπαγγελματικές που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος, τοπικές ομοιοεπαγγελματικές που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος και σε επιχειρησιακές συμβάσεις που αφορούν τους εργαζόμενους συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, η Eθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας υπογράφεται από την ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές οργανώσεις και καθορίζει τους ελάχιστους όρους εργασίας, μισθών και ημερομισθίων στον ιδιωτικό τομέα. Συνεπώς δεν μπορεί σε καμία περίπτωση οι αποδοχές του μισθωτού, να είναι κατώτερες της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. Για ειδικότερους κλάδους, επαγγέλματα ή και επιμέρους επιχειρήσεις είναι δυνατή η σύναψη μεταξύ των αντίστοιχων συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των οργανώσεων των εργοδοτών Κλαδικών, Ομοιοεπαγγελματικών ή Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που να βελτιώνουν τη θέση των εργαζομένων ως προς το ύψος του μισθού σε σχέση με την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν καθορίζεται το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του και παύει αυτοδικαίως μόλις λήξει ο χρόνος για τον οποίο καταρτίστηκε. Η ορισμένη διάρκεια της σύμβασης μπορεί να συνάγεται και από το είδος ή τον σκοπό της εργασίας ή το είδος και τον σκοπό της επιχείρησης. Η ανανέωση της σύμβασης από τον ίδιο εργοδότη για 3 συνεχόμενα έτη μπορεί να μετατρέψει την σύμβαση σε αορίστου.

Η Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου διασφαλίζει περισσότερο τη θέση εργασίας γιατί παρέχει στον εργαζόμενο τη βεβαιότητα ότι θα διατηρεί σταθερά τη θέση του όσο χρόνο δεν συντρέχει κάποιος λόγος που να δικαιολογεί την απόλυσή του. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη, η απασχόληση με σύμβαση αορίστου χρόνου θεωρείται απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες και μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης εκτός εάν υπάρχει διαφορετική συμφωνία.

Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες.

Μίσθωση έργου είναι η σύμβαση που έχει ως περιεχόμενο την εκτέλεση έργου από τον ένα συμβαλλόμενο χάριν του άλλου έναντι αμοιβής. Ως έργο νοείται η επίτευξη οποιουδήποτε αποτελέσματος (π.χ. κατασκευή, επισκευή,παροχή υπηρεσίας, εκπόνηση μελέτης, κ.λ.π.). Με τη σύμβαση μίσθωσης έργου καθορίζονται οι τυχόν αναγκαίοι όροι και κάθε λεπτομέρεια, σχετικώς με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αναδόχου.Ανάδοχος είναι αυτός που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας το έργο. Πρέπει δηλαδή να υλοποιήσει ένα συγκεκριμένο και οριοθετημένο έργο. Αν η σύμβαση μίσθωσης έργου καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτομάτως και στο σύνολό της άκυρη, καθώς στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια διαρκής υπαλληλική σχέση.

Εργασία με εργόσημο:
Μια ακόμη μορφή επισφαλούς εργασίας, η οποία πλασάρεται ως το μέσο για την καταπολέμηση της «αδήλωτης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής». Το «εργόσημο» πρόκειται για ένα ειδικό έντυπο, (σαν επιταγή), με μοναδικό αριθμό, που εκδίδεται από τον εργοδότη με τη χρήση του ΑΜΚΑ και του ΑΦΜ του καθώς και την καταβολή ποσού στα ΕΛΤΑ και στις τράπεζες. Στη συνέχεια το εργόσημο αποδίδεται στον εργαζόμενο αντί χρηματικού ποσού για την αμοιβή των υπηρεσιών του. Κατά την εξαργύρωση του εργοσήμου, ο εργαζόμενος (μόνο με το ΑΜΚΑ του) εισπράττει το αναγραφόμενο ποσό μείον των ασφαλιστικών εισφορών (οι οποίες υπολογίζονται σε ποσοστό 20% ή 10% ). Αν με λίγα λόγια δουλεύουμε με μπλοκάκι για 100 ευρώ τον μήνα, θα παρακρατηθούν 25 ευρώ από τον μισθό μας στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή σε κάποιο άλλο ασφαλιστικό ταμείο.

Εργασία με μπλοκάκι:
Η εργασία που προέρχεται από μισθωτές υπηρεσίες και από την άσκηση ατομικής εμπορικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ή από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος. Τυπικά ονομάζεται σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει έναντι αμοιβής τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Προφανώς όμως αυτό δεν ισχύει καθώς οι εργαζόμενοι με μπλοκάκι πολύ συχνά δεν έχουν συγκεκριμένο ωράριο (κάτι το οποίο τους εμποδίζει στο να υπερασπιστούν την εξαρτημένη μορφή εργασίας τους), έχουν όμως την συνεχή επιτήρηση του αφεντικού. Ένα ακόμη έξυπνο κόλπο για να κερδίζει κράτος και κεφάλαιο περισσότερα, καθώς με το μπλοκάκι ο εργαζόμενος έχει όλες τις υποχρεώσεις που έχει ένας μισθωτός αλλά κανένα δικαίωμα. Με το μπλοκάκι πρέπει να πληρώσει ο εργαζόμενος τις εισφορές στο ταμείο του (20%), στην εφορία (20%), ακόμη και τον ΦΠΑ πολλές φορές, δεν παίρνει άδειες, δεν έχει το δικαίωμα όταν απολυθεί σε αποζημίωση ή σε επίσχεση εργασίας ή στο επίδομα ανεργίας και δεν γνωρίζει τι θα πει αργία.

Πρακτική άσκηση:
“Τα παιδιά της πρακτικής”, αποτελούν μεγάλο κομμάτι της εργατικής δύναμης σε όλους τους χώρους εργασίας μας, ένα κομμάτι που προσφέρει την εργασία του πλέον στους περισσότερους κλάδους χωρίς πληρωμή και ασφάλιση. Η απόκτηση του πτυχίου απαιτεί την υποχρεωτική εκπόνηση της πρακτικής προκειμένου “να έρθουμε σε πρώτη επαφή με τους επαγγελματικούς χώρους, να γνωρίσουμε τις τάσεις της αγοράς και τις δεξιότητες που απαιτούνται και να εφαρμόσουμε τις γνώσεις που αποκτήσαμε στο πανεπιστήμιο σε διάφορες φάσεις της παραγωγής”. Εν ολίγοις θα πρέπει να είμαστε και χαρούμενοι/ες που σπαταλάμε απλήρωτες εργατοώρες αφού αυτές είναι για την “προϋπηρεσία” και τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας. Ξεχνάν να μας πουν βέβαια πως οι δικές μας πρακτικές βολεύουν μια χαρά τα αφεντικά, καθώς με τη δική μας παραγωγικότητα τα κέρδη τους γίνονται ακόμη περισσότερα.

*Υποσημείωση για το τι είναι μετενέργεια:Κάθε συλλογική σύμβαση ισχύει για ένα τρίμηνο μετά τη λήξη της. Στο τρίμηνο αυτό όλοι οι όροι της «μετενεργούν» δηλαδή μεταφέρονται και ισχύουν στις αποδοχές των εργαζομένων. Με τη νέου τύπου μετενέργεια ο εργαζόμενος που θα μείνει χωρίς σύμβαση μετά το τρίμηνο κινδυνεύει να χάσει τα επιδόματα που τυχόν είχε και ο εργοδότης υποχρεούται να πληρώσει μόνο την προϋπηρεσία, το επίδομα τέκνου, το επίδομα σπουδών και το ανθυγιεινό.
.
Κατώτατος μισθός:
Για τους υπάλληλους άνω των 25 ετών ο κατώτατος μισθός ορίζεται 586,08 ευρώ ενώ για τους εργατοτεχνίτες άνω των 25 ετών το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται σε 26,18 ευρώ. Για τους υπαλλήλους προστίθεται προσαύξηση τριετιών 10% ανά τριετία και μέχρι 3 κατ’ ανώτατο όριο, ενώ για τους εργατοτεχνίτες προστίθεται αντίστοιχα προσαύξηση 5% ανά τριετία και μέχρι 6 τριετίες κατ’ ανώτατο όριο. Για τους υπάλληλους κάτω των 25 ετών ο κατώτατος μισθός ορίζεται 510,95 ευρώ ενώ για τους εργατοτεχνίτες κάτω των 25 ετών το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται σε 22,83 ευρώ. Για τους υπαλλήλους προστίθεται προσαύξηση 1 τριετίας με ποσοστό 10% ενώ για τους εργατοτεχνίτες προστίθεται προσαύξηση 5% αντίστοιχα για κάθε τριετία και έως 2 τριετίες κατ’ ανώτατο όριο.

Τι ισχύει για τα επιδόματα:
Τα μόνα επιδόματα που έχουν μείνει είναι το επίδομα θέσης ευθύνης, το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, το κίνητρο επίτευξης στόχων και η οικογενειακή παροχή.

Άδεια:
Ως συνήθως οι άδειες μας δίνονται όποτε θέλει να κλείσει το αφεντικό για Χριστούγεννα και Πάσχα και όποτε δεν έχει πολλή δουλειά το καλοκαίρι, και αυτές τις περισσότερες φορές απλήρωτες. Χρήση αδείας δικαιούται κάθε ένας από εμάς που έχει συμπληρώσει 1 χρόνο εργασίας συνεχούς απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση. Κατά τη διάρκεια της άδειας δικαιούμαστε τις αποδοχές που θα παίρναμε αν εργαζόμασταν και το επίδομα αδείας, (το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών αδείας, με ανώτατο όριο το μισό μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό, ή 13 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο). Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας πρέπει να μας προκαταβάλλονται κατά την ημέρα έναρξης της άδειας. Αν δεν μας έχει δοθεί η άδεια που δικαιούμαστε μέσα στον ένα χρόνο εργασίας μας, απαιτούμε να λάβουμε τις αποδοχές της άδειας μας αυξημένες κατά 100% .

Για το 1ο και 2ο ημερολογιακό έτος, η άδεια υπολογίζεται αναλογικά με τους μήνες εργασίας.
Η αναλογία αυτή είναι 1,66 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί πενθημέρου και 2 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί εξαημέρου για το 1ο έτος. Για το 2ο έτος και μετά τη συμπλήρωση 12 μηνών από την ημερομηνία πρόσληψης, η αναλογία είναι 1,75 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί πενθημέρου και 2,08 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί εξαημέρου. Κατά το 3ο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ολόκληρη την κανονική άδειά του και σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή, υπολογίζεται στις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, με τη συμπλήρωση των 24 μηνών από την πρόσληψη εντός του 3ου αυτού ημερολογιακού έτους. Σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης με οποιονδήποτε τρόπο και εφόσον δεν έχει ληφθεί η κανονική άδεια, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια. Επίσης, δικαιούται και το επίδομα αδείας, με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων, ανάλογα εάν αμείβονται με μισθό, ή ημερομίσθιο.

Απεργία:
Πριν από κάθε γενική απεργία τα αφεντικά μας απειλούν ότι θα απολύσουν όσους εργαζόμενους συμμετέχουν ενώ πολλές φορές δεν έχουν διστάσει να το πραγματοποιήσουν λόγω της συμμετοχής τους σε αυτήν. Προφανώς από την πλευρά των αφεντικών δεν μπορεί να τεθεί κάποιο ζήτημα περί νομιμοποίησης της απόλυσης για αυτόν τον λόγο, είτε ακόμη και αν επικαλεστεί, για παράδειγμα, οικονομικοτεχνικούς λόγους, ώστε να απολύσει όσους πρόκειται να συμμετάσχουν σε επικείμενη απεργία και να αποφύγει τις αρνητικές συνέπειες αυτής. Αν η απόλυση του εργαζομένου βρίσκεται πολύ κοντά χρονικά στην κήρυξη απεργίας, θεωρείται ότι έλαβε χώρα λόγω της συμμετοχής του εργαζομένου στην απεργία και ως εκ τούτου είναι άκυρη. Είναι σημαντικό να ξεπεράσουμε συλλογικά το φόβο της απόλυσης και να στηρίξουμε κάθε απεργία που καλείται, προκρίνοντας και στους συναδέλφους μας να κατέβουμε μαζί στο δρόμο.

Άδεια πατρότητας:
Ο πατέρας ενός νεογέννητου παιδιού δικαιούται άδεια πατρότητας δύο ημερών. Ο πατέρας του νεογέννητο παιδιού δικαιούται μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας με σκοπό την φροντίδα του παιδιού χωρίς καμία μείωση στην κανονική αμοιβή. (Νόμος 4075/2012;  Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Εθνική Γενική, άρθρο 6)

Άδεια Μητρότητας:
Οι γυναίκες υπάλληλοι δικαιούμαστε άδεια μητρότητας 17 εβδομάδων εκ των οποίων η άδεια 8 εβδομάδων θα πρέπει να ληφθεί πριν από τη γέννηση του παιδιού και 9 – εβδομάδες μετά τη γέννηση του παιδιού. Στο τέλος της βασικής άδειας μητρότητας των 17 εβδομάδων, δικαιούμαστε μείωση του χρόνου εργασίας κατά μία ώρα την ημέρα χωρίς καμία απώλεια εισοδήματος για τους επόμενους 30 μήνες.
Αποζημίωση των Υπερωριών / Υπερωριακή εργασία:
Πέρα από τα “νομιμοποιημένα” 15λεπτα που πρέπει να είμαστε νωρίτερα στη δουλειά ή τα 10λεπτα που μπορεί να αργήσουμε κατά το σχόλασμα γιατί “κάτι θα τύχει”, πολύ συχνά είμαστε αναγκασμένες και αναγκασμένοι να δουλεύουμε για πολλές παραπάνω ώρες από τις συμφωνημένες και αυτό φυσικά απλήρωτα. Ο γενικός κανόνας είναι 8 ώρες εργασίας την ημέρα και 40 ώρες εργασίας για πέντε ημέρες της εβδομάδος, ενώ οι 40 ώρες της εργασίας την εβδομάδα μπορεί να διανεμηθούν σε πάνω από πέντε ή έξι ημέρες σύμφωνα με τη συλλογική σύμβαση.Οι συνολικές ώρες εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ωρών της επιπλέον εργασίας και των ωρών της υπερωριακής εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνουν τις 12 ώρες την ημέρα και 48 ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο για μια περίοδο 4 μηνών.

*Υποσημειώσεις πάνω στο ζήτημα της υπερωρίας
Παράταση χρόνου για μια βδομάδα ή ένα μήνα: υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις, όπως το ότι 9 ώρες εργασίας την ημέρα επιτρέπονται υπό τον όρο ότι ο συνολικός χρόνος για μια εβδομάδα δεν θα υπερβαίνει τις 45 ώρες και ότι 10 ώρες εργασίας την ημέρα επιτρέπονται για μία περίοδο 6 μηνών υπό τον όρο ότι για τους επόμενους 6 μήνες του χρόνου, ο χρόνος εργασίας θα είναι 6 ώρες την ημέρα.
Επιπλέον εργασία: ονομάζεται η εργασία μεταξύ 41 έως 45 ωρών την εβδομάδα, η οποία δεν ισοδυναμεί με υπερωρίες.
Υπερωρίες:
Η εργασία άνω των 45 ωρών την εβδομάδα ή 9 ωρών την ημέρα ισοδυναμεί με υπερωρίες. Οι επιπλέον ώρες εργασίας αμείβονται με ένα premium ποσοστό της τάξεως του 20% πάνω από το κανονικό ωρομίσθιο. Νόμιμες υπερωρίες (45-48 ώρες) θα καταβληθούν εάν οι υπερωρίες είναι μέχρι 120 ώρες το έτος, το ωρομίσθιο είναι 140% του κανονικού συντελεστή των μισθών και εάν οι υπερωρίες είναι πάνω από 120 ώρες το έτος, το ωρομίσθιο είναι 160% του κανονικού συντελεστή των μισθών.

Αποζημίωση της Νυχτερινής Εργασίας:
Αν εργαζόμαστε τη νύχτα ή νυχτερινές ώρες (από 10 μ.μ. έως 06 π.μ.) και το καθημερινό ωράριο συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον τρεις ώρες εργασίας τη νύχτα (ή νυκτερινή εργασία επί τουλάχιστον 726 ώρες του ετήσιου χρόνου εργασίας), τότε θα πρέπει να λάβουμε το ημερομίσθιο με αύξηση της τάξεως του 25%. Ο μέσος όρος των ωρών της νυχτερινής εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 08 ώρες σε μια περίοδο 24 ωρών σε μια εβδομάδα. (Υπουργική Απόφαση 18310/1946? Προεδρικό Διάταγμα 88/1999)

Αποζημίωση Εργασίας το Σαββατοκύριακο και τις Αργίες:
Όπως είναι γνωστό η Κυριακάτικη αργία στο κλάδο του εμπορίου έχει πλέον καταργηθεί, καθώς τα καταστήματα ανοίγουν πλέον 27 Κυριακές το χρόνο, ενώ η υποχρεωτική εργασία τις Κυριακές είναι κάτι που αργά ή γρήγορα θα εφαρμοστεί και στους υπόλοιπους εργασιακούς κλάδους. Με τα σημερινά δεδομένα, οι εργοδότες στους χώρους της ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας δεν μπορούν να αναθέσουν εργασία την Κυριακή ή σε οποιαδήποτε άλλη δημόσια αργία, ενώ σε όσους εργάζονται (λόγω της φύσης του επαγγέλματος) την Κυριακή ή τις δημόσιες αργίες, θα πρέπει να τους χορηγείται άλλη μια μέρα ρεπό και αυτό πρέπει να αντισταθμιστεί με την αύξηση 75% επί των ωρών του ωρομίσθιου.

Σε κάθε περίπτωση όμως είναι σημαντικό να υπερασπιστούμε δυναμικά και συλλογικά το δικαίωμα στην Κυριακάτικη αργία. Να μην ψωνίζουμε-να μην καταναλώνουμε τις Κυριακές στηρίζοντας τους συναδέλφους μας από τον κλάδο του εμπορίου που αναγκάζονται να δουλεύουν και να στηρίζουμε τις απεργιακές κινητοποιήσεις τις ημέρες αυτές.

Δώρο Χριστουγέννων:
Όλοι οι μισθωτοί που απασχολούμαστε στον ιδιωτικό τομέα με σχέση εξαρτημένης εργασίας, σύμβαση αορίστου ή ορισμένου χρόνου σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούμαστε δώρα γιορτών. Για τον υπολογισμό του ποσού των δώρων λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος αμοιβής μας, δηλαδή αν είμαστε με ημερομίσθιο ή με μισθό.

Η χρονική περίοδος που υπολογίζεται το δώρο Χριστουγέννων αρχίζει από την 1η Μαΐου μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους και είναι ίσο με ένα (1) μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. Όσοι όμως δουλεύουμε λιγότερο από χρόνο θα υπολογίσουμε τα 2/25 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια – ανάλογα με την αμοιβή – για κάθε 19 ημερολογιακές ημέρες. Η καταβολή του δώρου στον ιδιωτικό τομέα πρέπει να γίνει έως τις 21/12, ενώ η ημερομηνία 31/12 είναι το απώτερο χρονικό σημείο καταβολής του.

Δώρο Πάσχα:
Και εδώ για τον υπολογισμό του ποσού του Δώρου Πάσχα λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος αμοιβής των μισθωτών δηλαδή αν αμείβονται με ημερομίσθιο ή με μισθό. Η χρονική περίοδος που υπολογίζεται το Δώρο αρχίζει από την 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου κάθε έτους (ένας μηνιαίος μισθός ή 15 ημερομίσθια). Αν δουλεύουμε λιγότερο από ένα χρόνο δικαιούμαστε να λάβουμε αναλογία δώρου η οποία υπολογίζεται ως το ποσό που είναι ίσο με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού (ή με ένα ημερομίσθιο για κάθε 8 ημερολογιακές ημέρες). Το Δώρο Πάσχα καταβάλλεται την Μεγάλη Τετάρτη.

Επίσχεση εργασίας: Σε περίπτωση καθυστέρησης των δεδουλευμένων αποδοχών εκ μέρους του εργοδότη, έχουμε το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, η οποία έχει ως σκοπό να υποχρεώσει τον εργοδότη να μας καταβάλει τις δεδουλευμένες και καθυστερούμενες αποδοχές. Με τον τρόπο αυτό αρνούμαστε να εκπληρώσουμε την υποχρέωση για παροχή της εργασίας μας μέχρι ο εργοδότης να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση που προκύπτει από τη σύμβαση εργασίας. Δηλώνουμε στο αφεντικό ότι διακόπτουμε την απασχόλησή μέχρι να μας καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές ή να συμμορφωθεί με τις νόμιμες υποχρεώσεις του. Κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας το αφεντικό περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας, γι’ αυτό και δεν είμαστε υποχρεωμένοι ούτε να εργαζόμαστε ούτε και να παρουσιαζόμαστε στην επιχείρηση, αλλά μπορούμε να απασχοληθούμε σε άλλη εργασία για την ικανοποίηση βασικών μας αναγκών.

Επιθεώρηση εργασίας:
Ακόμη και η απλή αναφορά της λέξης “επιθεώρηση” είναι κάτι που μπορεί να προξενήσει την ανησυχία του αφεντικού. Επί της ουσίας η επιθεώρηση μπορεί να χωριστεί σε 3 μέρη. Το πρώτο είναι η αίτηση για “Διενέργεια Εργατικής Διαφοράς”, η οποία είναι μια διαδικασία εξεύρεσης “συμβιβαστικής” λύσης. Με αυτήν ερχόμαστε σε επαφή με τον εργοδότη, άμεσα ή μέσω των εκπροσώπων τους, και υπό τη διαιτησία ενός Επιθεωρητή Εργασίας ζητάμε τα δεδουλευμένα, τις απλήρωτες υπερωρίες και γενικά ότι μας χρωστάει(δεν έχει κάποιο κόστος) . Στη περίπτωση όπου δεν ικανοποιηθούν τα συμφέροντά μας, μπορούμε να λάβουμε ένα αντίγραφο των πρακτικών της υπόθεσης, για να ακολουθηθεί στην συνέχεια (εάν ακολουθηθεί) η δικαστική οδός. Έτσι, μπορεί να γίνει μήνυση προς τον Εισαγγελέα Πλημ/κων, (η οποία η οποία εάν είναι συνέχεια της εργατικής διαφοράς και μέσω της Υπηρεσίας είναι ανέξοδη, αλλιώς έχει παράβολο). Και τέλος υπάρχει και η δυνατότητα αγωγής στα δικαστήρια, όπου και εδώ ο χρόνος που εκδικάζεται η υπόθεση είναι περίπου 10 μήνες μετά την κατάθεση της μήνυσης. Η αγωγή μέσω δικηγόρου συνήθως είναι μια αποτελεσματική διαδικασία, καθώς το δικαστήριο εκδίδει σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος διαταγή πληρωμής και έτσι ο δικηγόρος μπορεί να ακολουθήσει διαδικασίες είσπραξης των οφειλομένων (και εδώ υπάρχουν παράβολα και 10μηνος χρόνος προσμονής για την εκδίκαση).
Απόλυση:
Η στιγμή όπου χτυπάει το τηλέφωνο και το αφεντικό σου μιλάει με ευγενικό και ήρεμο τόνο ζητώντας σου “να υπογράψεις κάτι χαρτιά” ή η στιγμή που το αφεντικό σε ζητάει (μόνο/η σου) στο γραφείο του και ξεκινά λέγοντας πως “η επιχείρηση έχει προβλήματα…”.

Σε αυτή τη περίπτωση οι δυνατότητες απάντησης για το ποιος βγαίνει ζημιωμένος από την εξαντλητική εργασιακή συνθήκη και ποιος κερδίζει από την παραγωγικότητα των εργαζομένων αφήνονται στη φαντασία μας. Πέρα από αυτό ο καθένας και η καθεμία μας ΟΦΕΙΛΕΙ είτε να ζητήσει την καταβολή των μισθών υπερημερίας του (ό, τι θα έπαιρνε αν ο εργοδότης δεχόταν την παροχή εργασίας από αυτόν) αν δεν υπογράψει και θεωρήσει την απόλυση άκυρη, ενώ εάν υπογράψει την απόλυση μπορεί να απαιτήσει την αποζημίωση απόλυσης. Σε κάθε περίπτωση πριν υπογράψουμε κάποιο χαρτί είναι απαραίτητο να συμβουλευτούμε κάποιο δικό μας άτομο ή δικηγόρο για να υπολογίσουμε το ποσό της απόλυσης, τις αποζημιώσεις κτλ.

Σε περίπτωση που δεν μας καταβληθεί ο συμφωνημένος μισθός, έχουμε τις εξής δυνατότητες:

Να διεκδικήσουμε τα δεδουλευμένα μέσα από αδιαμεσολάβητους αγώνες, κηρύσσοντας απεργίες στους κλάδους μας, κάνοντας παρεμβάσεις έξω από τον χώρο εργασίας μαζί με το σωματείο βάσης μας και αν αυτό δεν κάνει το αφεντικό να αντιληφθεί πως θέλουμε πίσω τα δεδουλευμένα μας, να μην ξεχνάμε πως μπορούμε να πάμε στην επιθεώρηση εργασίας, να διεκδικήσουμε δικαστικά τους δεδουλευμένους μισθούς, καθώς και οποιαδήποτε άλλη αποζημίωση (πενταετή παραγραφή). Όταν το αφεντικό μας οφείλει αποδοχές, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι είναι υπέρ μας να έχουμε κάποιο χαρτί με την υπογραφή του στο οποίο να δηλώνεται ότι μας χρωστά αυτά τα χρήματα. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να καθυστερούμε να προβούμε στις απαραίτητες ενέργειες, καθώς έτσι διακινδυνεύονται τα δικαιώματά μας.

Επίδομα ανεργίας:
Μετά την απόλυση, και μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 60 ημερών δικαιούμαστε επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ. Αν είναι η πρώτη φορά που βγαίνουμε στο ταμείο, πρέπει να έχουμε πραγματοποιήσει 80 ημέρες εργασίας το χρόνο κατά τα δύο προηγούμενα χρόνια, πριν από την επιδότησή. Το τελευταίο όμως 14μηνο πρέπει να έχουμε συμπληρώσει 125 ημέρες εργασίας, χωρίς να υπολογίζονται οι τελευταίοι δύο μήνες. Ενώ αν επιδοτούμαστε για δεύτερη φορά πρέπει να έχουμε πραγματοποιήσει 125 ημέρες εργασίας το τελευταίο 14μηνο, πριν από την απόλυσή, χωρίς να υπολογίζονται (στις 125) οι ημέρες εργασίας των δύο τελευταίων μηνών. Σε κάθε περίπτωση μια επίσκεψη στον τοπικό ΟΑΕΔ είναι απαραίτητη, τόσο για την έκδοση κάρτας ανεργίας, όσο και για την περαιτέρω επαφή με κόσμο που βρίσκεται στην ίδια μοίρα με εμάς.

Σύνταξη:
Με την επισφαλή και μαύρη εργασία αλλά και με τα μειωμένα ωράρια, είναι αβέβαιο το πόσοι/ες από εμάς θα φτάσουν τα χρόνια της σύνταξης, τα οποία συνεχώς αυξάνονται προκειμένου να δουλεύουμε ως τα 67 μας χρόνια (η ηλικία συνταξιοδότησης για τις γυναίκες είναι, επίσης τα 67 έτη από το 2015). Για να πάρουμε βέβαια πλήρη σύνταξη μετά τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδότησης πρέπει να έχουμε εισφορές που να έχουν καταβληθεί για 4500 εργάσιμες ημέρες (σχεδόν 15 χρόνια), ή να έχουμε συμπληρώσει 40 χρόνια δουλειάς και να έχουμε καταβάλλει εισφορές 12.000 εργάσιμων ημερών. Μετά από όλα αυτά, το ποσό της σύνταξης γήρατος καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο: Χ έτη υπηρεσίας πιστώνονται με το μέσο τελικό μισθό από 5 χρόνια. Το ποσό της σύνταξης είναι ίσο με το 60-70% του μέσου μισθού της τελευταία πενταετίας.

Επιδόματα κατά τη σύνταξη:
Επίδομα Εξαρτημένου προσώπου / επιζώντος
Θεωρητικά συνεχίζεται ακόμη η παροχή σύνταξης χηρείας, παρ’ όλες τις περικοπές σε αυτήν. Η σύνταξη χηρείας καταβάλλεται για τρία χρόνια (με δυνατότητα παράτασης για όσους λαμβάνουν πλήρη σύνταξη) αρχίζοντας από το μήνα που έπεται του θανάτου του ασφαλισμένου εργαζομένου.
Επίδομα αναπηρίας
Η σύνταξη αναπηρίας χορηγείται αν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις εισφοράς ισχύει:ο εργαζόμενος έχει 4500 ημέρες εργασίας/ασφάλισης (ή 1500 εργασίας / ημέρες ασφάλισης των οποίων οι 600 ημέρες τα τελευταία 5 χρόνια ή 300 ημέρες εργασίας / ασφάλισης πριν από την ηλικία 21 με τη προσθήκη των 120 εργάσιμων ημερών για κάθε επόμενο έτος μέχρι το όριο των 1500 εργασίας / ασφάλισης). Σε περίπτωση Μόνιμης Ολικής Ανικανότητας, καταβάλλεται το 100% της σύνταξης γήρατος και τέλος το 75% της σύνταξης γήρατος καταβάλλεται (100% εάν είναι το αποτέλεσμα μιας ψυχιατρικής κατάστασης). Σε περίπτωση μόνιμης μερικής ανικανότητας, καταβάλλεται το 50% της σύνταξης γήρατος (75% για μια ψυχιατρική πάθηση).
ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΠΡΩΤΑ
ΚΑΜΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΜΕ ΤΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ
ΥΓ. Οι νόμοι είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών και ταξικών συσχετισμών μέσα στην κοινωνία. Από τη στιγμή που κουμάντο, αυτή τη χρονική περίοδο, κάνουν οι καπιταλιστές προφανώς και οι νόμοι θα είναι φτιαγμένοι για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους. Γι’ αυτό άλλωστε αλλάζουν κατά κύριο λόγο ανάλογα με το τι τους βολεύει (βλέπε ασφαλιστικό- κατάργηση συλλογικών συμβάσεων-Κυριακάτικη εργασία κ.τ.λ.). Ταυτόχρονα όμως και επειδή η ταξική πάλη έχει δύο -κύρια- ανταγωνιζόμενες τάξεις, οι νόμοι είναι επίσης και αποτέλεσμα του φόβου τους απέναντι στην οργάνωση και τους αγώνες των εργαζομένων. Ότι λοιπόν είχε θεσπιστεί ή είναι ακόμη θεσπισμένο και έχει καλυτερεύσει τις συνθήκες εργασίας και ζωής του προλεταριάτου σε σχέση με την πιο δυσμενή παρελθοντική συνθήκη, μπορεί να ιδωθεί και ως η τακτική οπισθοχώρηση των αφεντικών στην προσπάθεια τους να μη χάσουν την εξουσία τους. Η ιστορία τέλος δείχνει, ότι η επανάπαυση στη θεσμοθέτηση ενός “δικαιώματος” και το σταμάτημα της διαρκούς περιφρούρησής του, αργά ή γρήγορα θα σημάνει και την επανακατάργησή του.

Είναι απαραίτητο λοιπόν να γνωρίζουμε τι δικαιούμαστε και να το χρησιμοποιούμε για την ενδυνάμωση των αγώνων μας, αλλά δεν είναι αρκετό το να μένουμε σε αυτό. Οι αγώνες μας προφανώς και προάγουν την υπεράσπιση προηγούμενων εργασιακών κεκτημένων (π.χ. οχτάωρο-σταθερή εργασία-ασφάλεια για όλους κτλ), αλλά ταυτόχρονα επιδιώκουν και ένα βήμα παραπέρα, θέτοντας νέες διεκδικήσεις που βάζουν μπροστά τα εργατικά συμφέροντα και την καλυτέρευση των όρων που ζούμε και εργαζόμαστε.